δειλινῇ

δειλινῇ
δειλινός
in the afternoon
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δειλινή — η (Μ) βλ. δειλινό …   Dictionary of Greek

  • δειλινή — δειλινός in the afternoon fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλινό — Είδος φυτών του γένους μιράμπιλις, γνωστό με την επιστημονική ονομασία μιράμπιλις γιαλάπα (mirabilis jalapa). Το δ. είναι διακοσμητικό φυτό με ψηλούς βλαστούς και μεγάλα φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. και τα αρωματικά άνθη του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”